- νατοϊκός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αμυντικό σύμφωνο ΝΑΤΟ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νατοϊκός — ή, ό [ΝΑΤΟ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο NΑTO («νατοϊκές βάσεις») … Dictionary of Greek